Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὰ κοσμικὰ πάντα

  • 1 κοσμικός

    κοσμικός, was zur Welt gehört, sie betrifft; τὰ κοσμικὰ πάντα Arist. phys. 2, 4; Sp. Bei den K. S. = weltlich, im Ggstz des Geistlichen, des die Geistlichkeit Betreffenden; auch = irdisch, vergänglich.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κοσμικός

  • 2 κοσμικος

        3
        1) мировой, вселенский
        

    τὰ κοσμικὰ πάντα Arst. — мировое целое, вселенная;

        ἥ κοσμικέ διάταξις Plut. — строение мира, система мироздания

        2) мирской, земной
        

    (ἐπιθυμίαι NT.)

    Древнегреческо-русский словарь > κοσμικος

  • 3 κοσμικός

    κοσμικός, ή, όν (s. κόσμος; Aristot., Phys. 2, 4 p. 196a, 25 τοὐρανοῦ τοῦδε καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων; Vett. Val. Index II; Lucian, Paras. 11 [opp. ἀνθρώπινος]; Ps.-Plutarch, Consol. ad Apoll. 34, Mor. 119e κοσμικὴ διάταξις; ins; PGM 4, 2533 τὰ κοσμικὰ πάντα; TestAbr A 7 p. 84, 25 [Stone p. 16] τὸν κοσμικὸν βίον; TestJos 17:8 κ. … δόξαν; Philo, Aet. M. 53; Jos., Bell. 4, 324; Tat. 12, 5 κ. καταλήψεως; Ath. 24, 5 κ. σοφίας; loanw. in rabb.).
    pert. to the earth as a physical phenomenon, earthly (TestJos. 17:8) τὸ ἅγιον κ. the earthly sanctuary (opp. heavenly) Hb 9:1. τὸ κ. μυστήριον ἐκκλησίας the earthly mystery of the church D 11:11. κοσμικαὶ βάσανοι earthly tortures MPol 2:3.—Subst. τὰ κ. ταῦτα these earthly things 2 Cl 5:6 (cp. Did., Gen. 149, 11).
    pert. to interests prevailing on earth, worldly, w. the implication of that which is at enmity w. God or morally reprehensible: αἱ κοσμικαὶ ἐπιθυμίαι worldly desires Tit 2:12; 2 Cl 17:3 (cp. Iren.1, 16, 3 [Harv. I 164, 5]).—DELG s.v. κόσμος. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κοσμικός

  • 4 ἀλλότριος

    ἀλλότριος, ία, ον (ἄλλος; Hom.+; DELG I 64 s.v. ἄλλος)
    pert. to what belongs to another, not one’s own, strange (opp. ἴδιος; Περὶ ὕψους 4, 1; Epict. 2, 4, 10; 3, 24, 3f; Proverb. Aesopi 114 P.; SIG 982, 5f; pap since III B.C., e.g. BGU 1121, 22 [5 B.C.] μήτε ἴδια μήτʼ ἀλλότρια; 15, 15; Jos., Ant. 18, 46; 19, 305).
    adj. ἀ. οἰκέτης another’s slave (Dio Chrys. 14 [31], 34 ἀλλ. οἰκ.; Jos., Ant. 18, 47.—ἀ. δοῦλος as early as Pla., Leg. 9, 9, 868a; cp. Diod S 36, 2, 2) Ro 14:4; γυνὴ ἀ. (Chariton 6, 3, 7; POxy 1067, 6ff) Hm 4, 1, 1; 12, 2, 1. καυχᾶσθαι ἐν ἀ. κόποις boast about work done by others 2 Cor 10:15 (cp. Epict. 1, 28, 23 ἀλλότριον ἔργον=another’s deed; Tat. 26, 1 λόγους ἀ. ‘words of others’); κοινωνεῖν ἁμαρτίαις ἀ. participate in other people’s sins 1 Ti 5:22. ἐν ἀ. κανόνι καυχᾶσθαι boast (of work already done) in another’s field 2 Cor 10:16. πάντα ἀ. εἰσι (w. ὑπʼ ἐξουσίαν ἑτέρου) Hs 1:3. ἀ. αἷμα Hb 9:25. θεμέλιον Ro 15:20. ἀλλοτρίας σάρκας καταφαγεῖν B 10:4b. τὰς ἀ. ἐντολὰς (opp. παρὰ τοῦ κυρίου δεδομένας) Papias (2:3). Of lands (Isis aretalogy SEG VIII, 548, 31 [I B.C.]) strange, foreign πάροικον ἐν γῇ ἀ. Ac 7:6 (Ex 2:22; ParJer 7:34). παροικεῖν εἰς γῆν … ὡς ἀ. sojourn in a land as if it were foreign Hb 11:9. ἀ. τοῦ θεοῦ ὄντες aliens to God 1 Cl 7:7 (cp. PsSol 17:13 ἀπὸ τοῦ θεοῦ; Herm. Wr. 2, 16; Just., D. 8, 2 ἀλλοτρίῳ τοῦ πράγματος; B-D-F §182, 3); so τὰ κοσμικὰ ὡς ἀ. ἡγεῖσθαι, i.e. to look on them as someth. that does not concern Christians 2 Cl 5:6.
    subst.
    α. τὸ ἀ. other people’s property (Epict. 2, 6, 8; Jos., C. Ap. 2, 216) B 10:4a. ἐν τῷ ἀ. πιστοί faithful w. what belongs to another Lk 16:12 (the wealth of this world is foreign to the Christian, cp. Epict. 4, 5, 15 of temporal goods: οὐδὲν ἴδιον τῷ ἀνθρώπῳ ἐστίν, ἀλλὰ πάντα ἀλλότρια; also 2, 6, 8; 24.—S. ἡμέτερος). ἀλλοτρίοις ἐπίσκοπος 1 Pt 4:15 P72, ‘meddling in other people’s affairs’=Lat. ‘alienis custos’, but s. prec. entry τοῦ ἀ. ἅψασθαι Hs 1:11; ἀλλοτρίων ἐπιθυμεῖν ibid. (cp. Ar. 15, 4 οὐκ ἐπιθυμοῦσι … τὰ ἀ.).
    β. ὁ ἀ. the stranger (=‘one who is unknown’ cp. Sir 8:18) J 10:5a. οἱ ἀλλότριοι strange people vs. 5b; specif. aliens (LXX; Jos., Bell. 7, 266) Mt 17:25f (opp. οἱ υἱοί).
    pert. to being outside one’s customary experience or practice, alien, unsuitable (cp. UPZ 113, 11 [II B.C.]; POxy 282, 9) στάσις ἀ., explained by ξένη τοῖς ἐκλεκτοῖς τοῦ θεοῦ 1 Cl 1:1. ἀ. γνώμη strange=false (cp. θεὸς ἀλλότριος Ps 80:10; ParJer 7:30) viewpoint IPhld 3:3; ἀ. βοτάνη ITr 6:1; χρῶμα IRo ins.
    pert. to being different and therefore in opposition, hostile, as subst. enemy (Hom. et al.; Polyb. 27, 15, 13; Diod S 11, 27 et al.; 1 Macc 1:38; 2:7; cp. OGI 90, 91) παρεμβολὰς κλίνειν ἀλλοτρίων Hb 11:34.—M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀλλότριος

См. также в других словарях:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»